- έκρηξη
- Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη (η οποία βρίσκεται σε ασταθή χημική ισορροπία εξαιτίας της μοριακής της σύνθεσης), όταν ένα μικρό στοιχείο της μάζας φέρεται σε μία καθορισμένη κρίσιμη κατάσταση (θερμοκρασία έ.). Στο σημείο αυτό η εξέλιξη της αντίδρασης αρχίζει να αυτοεπιταχύνεται. Το φαινόμενο όμως μπορεί να οφείλεται σε πυρηνική διάσπαση ή σύντηξη (πυρηνική έ.) ή στη βίαιη εκτόνωση πολύ συμπιεσμένων αερίων, όπως σε ορισμένες ηφαιστειακές δραστηριότητες. Η αντίδραση της αποσύνθεσης, η οποία συντελείται στα χημικά εκρηκτικά (εκρηκτικές ύλες, βλ. λ.), συνδέεται με την ταχύτατη καύση ενός οξειδωτικού μείγματος (π.χ. ενός νιτρικού άλατος ή ελεύθερου οξυγόνου) με μια καύσιμη ύλη, η οποία οξειδώνεται γρήγορα όπως ο ξυλάνθρακας. Σε ορισμένες εκρηκτικές ύλες, όπως στην τροτύλη και στη νιτρογλυκερίνη, τα οξειδωτικά και οξειδούμενα συστατικά υπάρχουν στα ίδια μόρια. Η έναρξη της αποσύνθεσης της εκρηκτικής μάζας μπορεί να προκληθεί από τη θερμότητα μίας φλόγας, από κρούση ή από τριβή, από την πίεση του κύματος μιας γειτονικής έ. ή από την έναυση ενός εμπυρεύματος. Στον ελεύθερο αέρα, σε μερικές εκρηκτικές ύλες γίνεται απλή καύση (αργή αποσύνθεση, διασπορά της θερμότητας, θερμοκρασία που δεν φτάνει τη θερμοκρασία έ.). Όταν αρχίζει η πραγματική έ., η αντίδραση μεταδίδεται σε όλη τη μάζα της εκρηκτικής ύλης όμοια με ένα κύμα διάδοσης.
Η διάρκεια της εκρηκτικής αντίδρασης είναι συνάρτηση του σχήματος, της φύσης και του τρόπου εμπύρευσης της εκρηκτικής ύλης. Το φαινόμενο τελειώνει με τη διαστολή των αερίων που παρήχθησαν.
Διακρίνουμε δύο χαρακτηριστικούς τύπους έ.: την κατάκαυση και την εκπυρσοκρότηση. Η πρώτη, χαρακτηριστική των προωθητικών εκρηκτικών υλών όπως ο κορδίτης, είναι μία γρήγορη προοδευτική ανάφλεξη από την επιφάνεια προς το εσωτερικό της μάζας. Χαρακτηρίζεται από προοδευτική αύξηση της πίεσης των αερίων, η οποία παράγει την αναγκαία δύναμη, για παράδειγμα για την εκτόξευση των βλημάτων του πυροβόλου. Η αντίδραση, που προκαλείται από το εμπύρευμα, διαδίδεται στο εσωτερικό της εκρηκτικής ύλης με σχετικά μικρή ταχύτητα, δηλαδή όχι μεγαλύτερη από 200-300 μ./δευτ. Αντίθετα, η εκπυρσοκρότηση, χαρακτηριστική των εμπυρευμάτων και των εκρηκτικών υλών που προορίζονται για έ., εμφανίζεται στην όραση και στην ακοή ως φαινόμενο πρακτικά στιγμιαίο και όχι προοδευτικό. Η αντίδραση αναπτύσσεται και διαδίδεται με μία ταχύτητα της τάξης μερικών χλμ. /δευτ. Η διαφορά μεταξύ κατάκαυσης και εκπυρσοκρότησης υπάρχει στον τρόπο με τον οποίο διαδοχικά στρώματα της εκρηκτικής ύλης φέρονται στην υψηλή θερμοκρασία της αντίδρασης: στην πρώτη με διάδοση της θερμότητας, στη δεύτερη με κρούση μεταξύ των μορίων. Σε ορισμένες εκρηκτικές ύλες η κατάκαυση μετατρέπεται σε εκπυρσοκρότηση, αν οι συνθήκες (εμπύρευμα, πυκνότητα, γόμωση, συμπίεση) είναι ευνοϊκές για τη δημιουργία κρουστικού κύματος.
Οι εκπυρσοκροτήσεις προκαλούν βίαια εκρηκτικά κύματα στο μέσο της μάζας. Μετά το άμεσο κύμα πίεσης ακολουθεί ένα άλλο, που παράγεται από την εισροή της ύλης του μέσου περιβάλλοντος προς τη ζώνη υποπίεσης, η οποία παρήχθη από τη γρήγορη μετάδοση του άμεσου κύματος. Το δεύτερο αυτό κύμα (κύμα αντίδρασης) προκαλεί παραμορφώσεις με αντίθετη φορά από εκείνες που προκάλεσε το άμεσο κύμα. Όταν το κρουστικό κύμα μιας έ., το οποίο μεταδίδεται σε ένα βραχύ τμήμα του μέσου περιβάλλοντος, πετυχαίνει να προκαλέσει αντιδράσεις σε άλλες εκρηκτικές ύλες, τότε τις ε. που παράγονται τις ονομάζουμε συμπαθητικές εξ επιδράσεως.
Φωτογραφία από την έκρηξη του αμερικανικού διαστημοπλοίου «Challenger» το 1986 (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η (Α ἔκρηξις)σπάσιμο, διάρρηξηνεοελλ.1. ξαφνική ή ορμητική και με θόρυβο ρήξη, διάσπαση σώματος ή περιβλήματος εξαιτίας εσωτερικών πιέσεων («έκρηξη οβίδας, ηφαιστείου, κ.λπ.»)2. ξαφνική έναρξη σημαντικού ή καταστρεπτικού γεγονότος («έκρηξη κινήματος, επαναστάσεως, πολέμου, πυρκαγιάς»)αρχ.1. σπάσιμο2. (ιατρ. για απόστημα) άνοιγμα3. «έκρηξις ύδατος» — η ανάβρυση, ο τόπος όπου αναβρύζει το νερό4. σχίσιμο στα δύο («έκρηξις τού νέφους»).
Dictionary of Greek. 2013.